μηχανή

μηχανή
μηχᾰν-ή, [dialect] Dor. [full] μᾱχᾰνά, , ([etym.] μῆχος):
I contrivance, esp. machine for lifting weights and the like , crane, Hdt.2.125, IG11(2).161 A69, al. (Delos, iii B. C.); μ. τετράκωλος, δίκωλος, Rev.Phil.44.251 (Didyma, ii B. C.);

μ. λιθαγωγός Poll. 10.148

; ἰχθυβόλῳ μ., of Poseidon's trident, A.Th.132 (lyr.); λαοπόροις μ., of Xerxes' bridge of boats, Id.Pers.114 (lyr.), cf. 722; freq. of irrigation machines, POxy.985 (i A. D.), etc.; also of oil-presses, Wilcken Chr.176.10 (i/ii A. D.), etc.
2 engine of war,

μηχανὰς προσάγειν Th.2.76

, etc.;

ἑλεῖν μηχαναῖς Id.4.13

.
3 theatrical machine by which gods, etc., were made to appear in the air, Pl.Cra.425d, Clit.407a;

αἴρειν μ. Antiph.191.15

, Alex.126.19: hence, prov. of anything sudden and unexpected,

ἀπὸ μηχανῆς θεὸς ἐπεφάνης Men. 227

;

ὥσπερ ἀπὸ μ. D.40.59

, cf. Arist.Po.1454b1.
4 area of land irrigated by a machine, POxy.1830.13 (vi A. D.), PLond.5.1765 (vi A. D.), PSI1.77.14 (vi A. D.).
II any artificial means or contrivance for doing a thing,

ἤτοι κλήρῳ . . , ἢ ἄλλῃ τινὶ μ. Hdt.3.83

;

εἴ τίς ἐστι μ., ἴθι καὶ πειρῶ Id.8.57

, etc.; esp. in pl. μηχαναί, shifts, devices, wiles, Hes.Th. 146;

πάντα σοφίσματα καὶ πάσας μ. ἐπεποιήκεε ἐς αὐτοὺς Δαρεῖος Hdt. 3.152

; μηχαναῖς Διός by the arts of Zeus, A.Ag.677; χερὸς . . ἐκτίνοντα μηχανάς acts of violence, ib.1582;

Ὀρέστην μηχαναῖσι μὲν θανόντα, νῦν δὲ μηχαναῖς σεσωσμένον S.El.1228

;

κρατεῖ μαχαναῖς . . θηρός Id.Ant.349

(lyr.);

σοφιστῶν μ. Pl.Lg.908d

: prov.,

μηχαναὶ Σισύφου Ar.Ach.391

:—Phrases:

πάσας προσφέροντε μ. E.IT112

;

μηχανὴν προσοιστέον Ar.Th.1132

;

πᾶσαν σπουδὴν καὶ μ. προσφερόμενος Plb.1.18.11

;

ἐπεισήγαγον μ. Id.29.25.1

;

μηχανὰς εὑρήσομεν, ὥστε ἀπαλλάξαι A.Eu.82

;

πλέκειν E.Andr.66

;

πορίζεσθαι Pl.Smp. 191b

;

ἐκπορίζειν Ar.V.365

; ζητεῖν ib.149; ἀντλεῖν μαχανάν exhaust one's resources, Pi.P.3.62; κατ' ἐμὰν μ. ib.109: c. gen. objecti, ἔξευρε μ. τιν' Ἀδμήτῳ κακῶν contrivance against ills, E.Alc.221 (lyr.); but μ. σωτηρίας a way, means of procuring or providing safety, A. Th.209;

μυρίων οὐσῶν μ. ἀπαλλαγῆς X.Cyr.5.1.12

; οὐδεμία μ. [ἐστι] ὅκως οὐ c. [tense] fut. ind., Hdt.2.160; μὴ οὐ c. inf., ib. 181, 3.51; τὸ μὴ οὐ (prob.) Id.1.209; τίς μ. μὴ οὐχὶ . . ; Pl.Phd.72d.
2 freq. in adverb. phrases, μηδεμιῇ μ. by no means whatsoever, by no contrivance, Hdt. 7.51, etc.;

οὓς οὐδεμιῇ μ. δεῖ τιτρώσκειν Hp.Art.11

; so μήτε τέχνῃ μήτε μ. μηδεμιᾷ Foed. ap. Th.5.18, cf. IG12.39.23; opp.

πάσῃ τέχνῃ καὶ μ. Lys. 19.53

;

πάσῃ μ. Ar.Lys.300

(lyr.); τρόπῳ ἢ μ. ᾑτινιοῦν Lex ap.D.21.113.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μηχανή — contrivance fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — η 1. κάθε συσκευή που εξυπηρετεί τον άνθρωπο στη δουλειά του, κάθε συσκευή που μετασχηματίζει μια ενέργεια σε άλλη μορφή: Ξυριστική μηχανή. 2. «η κρατική μηχανή», το σύνολο των κρατικών υπηρεσιών. 3. μτφ., τέχνασμα, σκευωρία, κόλπο: Μου έστησε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηχανῇ — μηχανάομαι make by art pres subj mp 2nd sg (doric) μηχανάομαι make by art pres ind mp 2nd sg (doric) μηχανάομαι make by art pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μηχανάομαι make by art pres ind mp 2nd sg (epic ionic) μηχανῆι , μηχανεύς contriver masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανή εσωτερικής καύσης — Μηχανή μετατροπής θερμότητας, η οποία παράγεται από καύση που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της, σε έργο. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι ταξινόμησης των μ.ε.κ. με βάση το καύσιμο που χρησιμοποιούν, τον αριθμό και τη γεωμετρία των κυλίνδρων, τον τύπο και… …   Dictionary of Greek

  • Μηχανῆ — Μηχανεύς contriver masc nom/voc/acc dual Μηχανεύς contriver masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανῆ — μηχανεύς contriver masc nom/voc/acc dual μηχανεύς contriver masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηχανῇ — Μηχανῆι , Μηχανεύς contriver masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… …   Dictionary of Greek

  • αερόψυκτη μηχανή — Μηχανή εσωτερικής καύσης, που ψύχεται με αέρα κατά την ώρα της λειτουργίας της. Ο κύλινδρος της α.μ. είναι κατασκευασμένος με πολλές πτυχές και εξωτερικά αυλάκια για να έχει μεγάλη ψυχόμενη επιφάνεια. Μέσα από τις πτυχές και τα αυλάκια κυκλοφορεί …   Dictionary of Greek

  • δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”